σπηλυγγώδης

σπηλυγγώδης
σπηλυγγώδης, ες,
A = σπηλαιώδης, EM724.3:—also [full] σπηλυγγοειδής, ές, Sch.Od.5.405.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπηλυγγώδης — ῶδες, Α [σπῆλυγξ, υγγος] σπηλυγγοειδής* …   Dictionary of Greek

  • σπηλυγγώδεις — σπηλυγγώδης masc/fem acc pl σπηλυγγώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”